πετροχελίδονο

πετροχελίδονο
πετροχελίδονο, το και πετροχελιδόνι, το
είδος χελιδονιού, αλλιώς χελιδόνι το βραχοδίαιτο: Μου παράγγειλε τ' αηδόνι με το πετροχελιδόνι να του χτίσω τη φωλιά του… (λαϊκό τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετροχελίδονο — (apus apus). Πουλί της οικογένειας των αποδιδών, της τάξης των αποδόμορφων. Με το συνολικό σχήμα του και τις διάφορες συνήθειες του, το π. θυμίζει τους Χελιδονίδες, με τους οποίους συγχέεται μερικές φορές. Το π. έχει πολύ μακριά και δρεπανοειδή… …   Dictionary of Greek

  • άπους — ουν (AM ἄπους) αυτός που δεν έχει πόδια αρχ. 1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός 2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο …   Dictionary of Greek

  • δρεπανίς — η (AM δρεπανίς) ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας τών δρεπανιδών είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών αρχ. είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του,… …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

  • πετροχελιδών — ἡ, Μ το πετροχελίδονο …   Dictionary of Greek

  • αγριοχελίδονο — το το πετροχελίδονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”