πετροχελίδονο — (apus apus). Πουλί της οικογένειας των αποδιδών, της τάξης των αποδόμορφων. Με το συνολικό σχήμα του και τις διάφορες συνήθειες του, το π. θυμίζει τους Χελιδονίδες, με τους οποίους συγχέεται μερικές φορές. Το π. έχει πολύ μακριά και δρεπανοειδή… … Dictionary of Greek
άπους — ουν (AM ἄπους) αυτός που δεν έχει πόδια αρχ. 1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός 2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο … Dictionary of Greek
δρεπανίς — η (AM δρεπανίς) ζωολ. γένος πτηνών τής οικογένειας τών δρεπανιδών είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών αρχ. είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του,… … Dictionary of Greek
κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και … Dictionary of Greek
πετροχελιδών — ἡ, Μ το πετροχελίδονο … Dictionary of Greek
αγριοχελίδονο — το το πετροχελίδονο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)